- σκευοφυλακοῦσι
- σκευοφυλακέωguard the baggagepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)σκευοφυλακέωguard the baggagepres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευοφυλακώ — έω, Α [σκευοφύλαξ, ακος] φυλάγω τις αποσκευές, είμαι σκευοφύλακας («περιπέμψαντος ἔξω τῆς φάλαγγος ἱππεῑς τοῑς σκευοφυλακοῡσι προσβαλοῡντας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek